Γιώργος Κουτσούκος – Μικρές αποστάσεις (προδημοσίευση)

Στυλ Γραμμάτων
  • ΠΙΟ ΜΙΚΡΑ ΜΙΚΡΑ ΜΕΣΑΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΑ
  • ΠΡΟΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ Helvetica Segoe Georgia Times
Γιώργος Κουτσούκος - Μικρές αποστάσεις (προδημοσίευση)
Εκδόσεις Κίχλη

11

Ἐπίσκεψη

 

Ἡ εἴσοδος τῆς πολυκατοικίας φανέρωνε ἐγκατάλειψη. Μαδημένο χαλί, ἕνα σωρὸ φυλλάδια πεταμένα κάτω ἀπὸ τὴν πόρτα, βρόμικοι τοῖχοι. Πῆρα τὸ ἀσανσὲρ καὶ ἀνέβηκα στὸν πέμπτο. Ἄνοιξε τὴν πόρτα. Φοροῦσε ἕνα μαῦρο κολάν, ἄσπρα σπορτὲξ κι ἕνα μπὲζ πουλόβερ. Ἦταν πολὺ ὄμορφη.

«Καλημέρα», τῆς εἶπα.

«Καλησπέρα», μὲ διόρθωσε – εἶχε ἤδη πάει μία.

Χαμογελάσαμε καὶ οἱ δύο ἀμήχανα. Μπῆκα στὸ διαμέρισμα σκυφτός, προσπαθώντας νὰ καταγράψω μυρωδιές. Φρέσκο χρῶμα, ξύλο, καφές, τσιγάρο. Μὲ ξενάγησε στὸ σπίτι. Ὑπνοδωμάτιο μὲ κίτρινους τοίχους κι ἕνα διπλὸ κρεβάτι, κουζίνα μὲ παράθυρο στὸν φωταγωγό, σαλόνι ἀρκετὰ μεγάλο, φωτεινό, ποὺ ἔβγαζε στὸ μπαλκόνι. Στὴ μέση τοῦ σαλονιοῦ βρισκόταν ἕνα ὀγκῶδες ξύλινο τραπέζι μὲ ἀσορτὶ καρέκλες, χοντροκομμένο καὶ ἄσχημο. Βγήκαμε στὸ μπαλκόνι.

«Κι ἐδῶ τὸ πιὸ ὄμορφο κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ», εἶπε, δείχνοντας μὲ τὸ χέρι τὴν ἀστικὴ θέα ποὺ ἁπλωνόταν μπροστά μας: κεραῖες τηλεόρασης, πολυκατοικίες, ταράτσες καὶ στὸ βάθος βουνά.

Πῆρα μιὰ βαθιὰ ἀνάσα κοιτώντας τὸν ἀνοιχτὸ ὁρίζοντα.

«Θὰ εἶναι ὡραῖα νὰ βλέπεις τὴ βροχὴ ἀπὸ δῶ πάνω· τὶς ἀστραπές…» εἶπα μὲ μιὰ δόση ζήλιας.

Μπήκαμε μέσα, στὸ σαλόνι.

«Καφὲ θές; Ἔχω ἕτοιμο γαλλικό».

«Ναί, θὰ ἤθελα».

Πίνοντας τὸν καφέ, μοῦ εἶπε ὅτι αὐτὰ ἦταν τὰ ἔπιπλα τῆς ἡλικιωμένης ἰδιοκτήτριας, ποὺ θὰ τῆς τὰ ἄφηνε, ἂν ἤθελε.

«Θέλει νὰ γλιτώσει τὰ μεταφορικά», ἀστειεύτηκα.

Σήκωσε τοὺς ὤμους.

«Τοὺς καναπέδες δὲν τοὺς θέλω, τὴν τραπεζαρία ὅμως θὰ τὴν κρατήσω».

«Τί θὰ κρατήσεις, λέει;» κάγχασα.

«Τὸ τραπέζι μὲ τὶς καρέκλες», ἔκανε σοβαρή.

«Πλάκα μοῦ κάνεις», ἐπέμεινα, θιγμένος γιὰ ἕναν περίεργο λόγο.

Μοῦ ἐξήγησε, πεισμωμένη, ὅτι τῆς ἄρεσαν καὶ γι’ αὐτὸ θὰ τὰ κρατοῦσε.

Προσπάθησα νὰ τὴ μεταπείσω, λὲς καὶ θὰ ζοῦσα σ’ ἐκεῖνο τὸ σπίτι. Μάταια. Ἔφυγα ἔπειτα ἀπὸ λίγο, ἀφήνοντας τὸν καφέ μου μισοτελειωμένο πάνω στὸ τραπέζι ποὺ τῆς ἄρεσε.


12

Ἀρχαῖο μέλλον


 

Κατεβαίνοντας τὴν Ἀρδηττοῦ, στὰ φανάρια ἀπ’ ὅπου ξεκινοῦν ἡ Βουλιαγμένης καὶ ἡ Καλλιρρόης, ὑπάρχει ἕνας μεγάλος βράχος. Εἶναι ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἱερὸ τοῦ Πανός. Κατηφορίζω τὸ δρομάκι δεξιά. Μιὰ πινακίδα πληροφορεῖ τὸν ἐπισκέπτη γιὰ τὴν ὕπαρξη ἀνάγλυφης παράστασης τοῦ θεοῦ πάνω στὸν βράχο. Προσπαθῶ νὰ τὴν ἐντοπίσω. Ὁ χρόνος ὅμως ἔχει λειάνει τὴν πέτρα καὶ ἡ μορφὴ τοῦ θεοῦ διακρίνεται μὲ δυσκολία. Πάω μερικὰ βήματα πίσω γιὰ νὰ ἀγκαλιάσει τὸ μάτι ὅλο τὸν βράχο. Ἐντοπίζω πρῶτα τὰ πόδια. Μετὰ τὸ σῶμα, τὰ χέρια καὶ στὸ τέλος τὸ κεφάλι μὲ τὰ κέρατα. Αἰσθάνομαι χαρά, λὲς καὶ ἀνακαλύπτω πρόσωπο ἀγαπημένο μέσα στὸ ἀνώνυμο πλῆθος. Πάνω ἀπὸ τὸν βράχο, στὴν Ἀρδηττοῦ, τὰ αὐτοκίνητα καὶ οἱ μηχανὲς μουγκρίζουν ἀσεβῶς.

Κοιτάζω ξανὰ τὴ λαξευμένη ἐπιφάνεια. Ὁ θεὸς ἔχει χαθεῖ. Πρέπει νὰ κοιτάξεις τὸν βράχο μὲ συγκέντρωση καὶ προσοχὴ γιὰ νὰ ἐπανεμφανιστεῖ ἡ ἀρχαία μορφή. Ὅπως πρέπει νὰ κοιτάξεις μὲ προσοχὴ καὶ τὸ πρόσωπο ἑνὸς ἐνηλίκου, μέχρι νὰ ἀναδυθεῖ, μέσω μιᾶς χρονικῆς ἄνωσης, ἡ μορφὴ τοῦ παιδιοῦ ποὺ ὑπῆρξε κάποτε.

Περιμένω στὸ φανάρι γιὰ νὰ περάσω ἀπέναντι στὴ Βουλιαγμένης. Τὸ πρόσωπό μου καθρεφτίζεται στὸ κλειστὸ τζάμι ἑνὸς αὐτοκινήτου. Ἀμέσως πιάνω δουλειά. Ἀφαιρῶ τὶς ρυτίδες, λεπταίνω τὴ χοντρὴ μύτη, λειαίνω τὰ μάγουλα, καθαρίζω τὴ θαμπάδα ἀπὸ τὸ βλέμμα. Τὰ κέρατα δὲν τὰ πειράζω, εἶναι μιὰ χαρά.

Αἰσθάνομαι νέος καὶ δυνατός. Αἰσιόδοξος.

Σὲ λίγες χιλιάδες χρόνια θὰ συναντήσω τὴν Κλεονίκη.


27

Πάρτι


 

«Γιορτάζει ἡ Καίτη τὴν Παρασκευή. Ἔχει γενέθλια καὶ θὰ κάνει πάρτι στὸ σπίτι της. Κανονικὸ πάρτι», μοῦ εἶπε.

«Γίνονται ἀκόμη πάρτι σὲ σπίτια;» ζήλεψα.

«Ἂν θές, πᾶμε μαζί».

Δὲν τὸ ἔπαιξα δύσκολος καὶ ὑποσχέθηκα νὰ φέρω ἐγὼ τὸ ποτό.

Τὸ διαμέρισμα τῆς φίλης της ἦταν πάνω ἀπὸ τὴν Πλατεία Βαρνάβα, σ’ ἕνα στενὸ δρομάκι. Ρετιρέ. Ἡ μουσικὴ ἀκουγόταν μέχρι κάτω στὸν δρόμο καὶ χρειάστηκε νὰ πατήσουμε τὸ κουδούνι καμιὰ δεκαριὰ φορὲς μέχρι νὰ μᾶς ἀνοίξουν.

Μέσα στὸ διαμέρισμα γινόταν χαμός. Φωτορυθμικά, καπνὸς ἀπὸ τσιγάρα καὶ ἱδρωμένες φάτσες. Σπρώξαμε πολὺ κόσμο μέχρι νὰ φτάσουμε στὸ σαλόνι. Μπροστὰ ἡ Κλεονίκη καὶ πίσω ἐγώ. Ἀπὸ τὰ ἠχεῖα ἀκουγόταν τὸ «Somebody put something in my drink».

«Ποῦ τὸ θυμήθηκαν, ρὲ σύ;» φώναξα στὸ αὐτὶ τῆς Κλεονίκης καὶ τὴ χούφτωσα.

Χοροπήδησε ἐνθουσιασμένη. Εἶχε ἐντοπίσει τὴν Καίτη. Εἶπα κι ἐγὼ ἕνα «Χρόνια πολλὰ» καὶ κατευθύνθηκα πρὸς τὴν κουζίνα.

Ἐκεῖ τὸ στριμωξίδι συνεχιζόταν. Σφήνωσα ἀνάμεσα σὲ τρεῖς σαραντάρηδες καὶ ἔπιασα μὲ τὸ δεξὶ χέρι ἕνα μπουκάλι οὐίσκι καὶ δυὸ πλαστικὰ ποτήρια. Τὰ γέμισα μέχρι τὴ μέση καὶ ἄφησα τὸ μπουκάλι πίσω στὸ τραπέζι. Παγάκια δὲν βρῆκα. Μόνο κόκα κόλα. Ὁ γυρισμὸς στὸ σαλόνι πρέπει νὰ μοῦ πῆρε κάνα πεντάλεπτο.

«Ἔλα, ποῦ ἤσουν;» μὲ ρώτησε ἡ Κλεονίκη κουνώντας τοὺς ὤμους της στὸν ρυθμὸ τῆς μουσικῆς.

Τῆς ἔδωσα τὸ ἕνα ποτήρι.

«Ὡραῖο σπίτι», τῆς εἶπα.

«Καὶ ποῦ νὰ δεῖς καὶ τὸ μπαλκόνι».

«Ἔλα, πᾶμε», πρότεινα.

Δὲν προλάβαμε νὰ κάνουμε δυὸ βήματα καὶ τὴν ἀγκάλιασε ἕνας ψηλός. Φιλιὰ καὶ χαρές.

Μιὰ καινούργια φουρνιὰ καλεσμένων μ’ ἔσπρωξε μακριά της σὰν ρεῦμα ποὺ παρασύρει κολυμβητή. Βρέθηκα στὴν ἄκρη τοῦ σαλονιοῦ μὲ τὴν πλάτη ἀκουμπισμένη στὸν τοῖχο νὰ παρακολουθῶ τὸν κόσμο, ποὺ ἔπινε καὶ χόρευε.  

«Πέτρο;» ἀντήχησε μιὰ φωνὴ στ’ αὐτί μου.

«Ἔλα, ρὲ σύ», εἶπα, ἀναγνωρίζοντας ἕναν παλιὸ συμμαθητὴ ἀπὸ τὸ λύκειο.

«Ποῦ εἶσαι; Τί κάνεις;» μὲ ρώτησε.

«Μιὰ χαρά», σήκωσα τοὺς ὤμους. «Ἐσύ;»

Μοῦ ἀφηγήθηκε τὴ ζωή του ἀπὸ τὸ σχολεῖο μέχρι ἐκείνη τὴ μέρα. Τὰ χώρεσε ὅλα μέσα σὲ τρεῖς προτάσεις.

«Ἐμένα θὰ μοῦ ἀρκοῦσε καὶ μία», σκέφτηκα.

«Πᾶμε νὰ βάλουμε ποτό;» μοῦ ἔδειξε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς κουζίνας.

Τοῦ ἔδειξα τὸ μισογεμάτο ποτήρι ποὺ κρατοῦσα.

«Τὰ λέμε σὲ λίγο», μὲ χτύπησε στὴν πλάτη.

Ἡ μουσικὴ εἶχε δυναμώσει. Σκέφτηκα ὅτι δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ μὴν καλέσουν οἱ γείτονες τὴν ἀστυνομία κι ἔψαξα μὲ τὸ βλέμμα τὴν Κλεονίκη. Ὁ ψηλὸς εἶχε φύγει, ἀλλὰ τώρα τὴν εἶχαν περικυκλώσει κάτι ἄλλοι τύποι κι ἐκείνη τοὺς μίλαγε, πότε στὸν ἕναν καὶ πότε στὸν ἄλλο, καὶ γέλαγε. Γέλαγε συνέχεια, μαγνητίζοντας τὴν ἀντρικὴ παρέα. Ἤπια δυὸ μεγάλες γουλιὲς ἀπ’ τὸ ποτό μου καὶ βγῆκα στὴ βεράντα νὰ πάρω ἀέρα.

«Παγκρατάρα, ἔ;» 

Ἦταν ὁ παλιός μου συμμαθητής. Κούνησα τὸ κεφάλι καταφατικὰ μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο στὴν τσιμεντένια θέα.

«Πῶς πέρασαν τὰ χρόνια…» ἔκανε ἀνάβοντας τσιγάρο.

Γύρισα καὶ τὸν κοίταξα. Εἶχε χοντρύνει ἀρκετὰ καὶ τὰ μαλλιά του εἶχαν ἀραιώσει στοὺς κροτάφους. Θυμήθηκα τὴ δική μου καράφλα, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ σχηματίζεται στὴν κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ.

«Τὴν Ἕλλη τὴ βλέπεις καθόλου;» τὸν ρώτησα – ἦταν τὸ κορίτσι του στὸ σχολεῖο.

«Λέμε στὸ Facebook κάνα γειά», εἶπε κι ἀμέσως συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: «Οὔτε νὰ χαθεῖς δὲν μπορεῖς πιά».

Ἕνα μουρμουρητὸ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ διαμερίσματος καὶ ἐπεκτάθηκε στὸ μπαλκόνι. Ἡ Κλεονίκη ἐμφανίστηκε ξαφνικὰ μπροστά μου.

«Τί συμβαίνει;» τὴ ρώτησα.

«Τέλειωσαν τὰ ποτά», ἀπάντησε.

«Οὔτε γιὰ τὰ ποτὰ δὲν ὑπῆρχε σχέδιο», μούγκρισε ὁ συμμαθητὴς καὶ ἀπομακρύνθηκε.

«Καὶ τώρα;»

«Τώρα εἶναι ὥρα γιὰ χορό», μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μπήκαμε στὸ σαλόνι.

Χορέψαμε ξέφρενα γιὰ μερικὰ λεπτὰ καὶ μετά, ὅταν ἔπαιξε ἕνα ἁπαλὸ κομμάτι, τὴν ἀγκάλιασα κι ἀρχίσαμε νὰ λικνιζόμαστε ἀργά.

«Μὴ μ’ ἀφήσεις ποτὲ νὰ σ’ ἀφήσω», ψιθύρισα στὸ αὐτί της.

Ἔκλεισα τὰ μάτια.

«Οἱ μεγαλύτερες προδοσίες δὲν ἔχουν προδότες», μοῦ εἶπε.

Ὁ κόσμος εἶχε ἀρχίσει νὰ φεύγει. Εἴχαμε μείνει νὰ χορεύουμε οἱ δυό μας στὴ μέση τοῦ σαλονιοῦ. Στὴ μέση τῶν ἀποχαιρετισμῶν.

 
28

Μαγεία

 

11 Γενάρη 2021, ὀχτὼ τὸ ἀπόγευμα. Ἀθήνα, ἀνύπαρκτη πόλη. Στέλνω sms μὲ τὸν κωδικὸ 6 καὶ βγαίνω ἀπὸ τὸ σπίτι. Στὴν Εὐτυχίδου περπατῶ στὸ πεζοδρόμιο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἄλσους. Λίγα ἁμάξια καὶ ἀκόμα λιγότεροι πεζοί. Ἕνα σκυλὶ γαβγίζει. Φτάνω στὴν Ὑμηττοῦ καὶ τὴν ἀνεβαίνω μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴν Καισαριανή. Γωνία Ὑμηττοῦ μὲ τὸν πεζόδρομο τῆς Τιμοθέου κοντοστέκομαι. Ἕνας ἄντρας ἀπροσδιόριστης ἡλικίας χωρὶς μάσκα, μὲ λιωμένα ροῦχα κι ἕνα παπούτσι στέκεται ὄρθιος καὶ ἀπευθύνει στοὺς περαστικοὺς τὴν ἴδια πάντα ἐρώτηση:

«Ξέρετε τί θὰ συμβεῖ ἂν κλείσω τώρα τὰ μάτια;».

Οἱ περισσότεροι στρέφουν πρὸς τὴν ἄλλη μεριὰ τὸ πρόσωπό τους. Δυὸ κορίτσια χασκογελᾶνε, ἕνας γεροδεμένος σαραντάρης τὸν στραβοκοιτάει, μιὰ μητέρα μὲ μωρὸ σὲ καρότσι σκύβει τὸ κεφάλι καὶ ταχύνει τὸ βῆμα της.

«Ξέρετε τί θὰ συμβεῖ ἂν κλείσω τώρα τὰ μάτια;» ἐπαναλαμβάνει.

Ἕνας ἡλικιωμένος στέκεται μπροστά του καὶ τοῦ λέει κοροϊδευτικά:

«Τί θὰ συμβεῖ;».

Ὁ μονοσάνδαλος τὸν κοιτάζει ἀνέκφραστος.

«Πούφ!» κάνει καὶ σηκώνει ψηλὰ τὰ χέρια, μὲ τὴ μία παλάμη νὰ κοιτᾶ τὴν ἄλλη. «Θὰ ἐξαφανιστοῦνε ὅλα».

Ὁ ἡλικιωμένος κουνάει πάνω κάτω τὸ κεφάλι καὶ φεύγει. Φεύγω κι ἐγώ. Στὴ Φορμίωνος στρίβω ἀριστερά. Ἕνα λεωφορεῖο περνάει δίπλα μου μουγκρίζοντας. Καὶ μετὰ ἡσυχία. Μένω γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀκίνητος. Κανένας περαστικός, κανένα ἁμάξι.

«Τὰ καταφέρνω καὶ χωρὶς νὰ κλείνω τὰ μάτια», σκέφτομαι καὶ συνεχίζω τὸ περπάτημα.

 
29

Φωλιὰ

Ὁ Ἰούνης εἶχε ἀρχίσει νὰ ξεδιπλώνει τὶς μεγάλες του μέρες. Ἔνιωθα πιὰ ξεκάθαρα ὅτι, ὅσο πιὸ βαθιὰ πήγαινα μέσα μου, τόσο πιὸ πολὺ ἀπομακρυνόμουν ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ πλησίαζα τὴν Κλεονίκη. Φοβόμουν ὅμως νὰ τῆς τὸ πῶ κι ἔτσι ἀπομακρυνόμουν ἀπὸ τὴν Κλεονίκη καὶ πλησίαζα πάλι τὸν ἑαυτό μου. Ἦταν ἕνα ἐσωτερικὸ πὶνγκ πὸνγκ μὲ ἀβέβαιη ἀκόμη ἔκβαση. Ἐπικρατοῦσε αὐτὴ ἡ μαγικὴ αἴσθηση ὅτι ὅλα μποροῦν νὰ συμβοῦν, σὰν νὰ ζούσαμε μιὰ δεύτερη ἐφηβικὴ ἡλικία. Βουτηγμένοι ταυτόχρονα στὴν πιὸ μεγάλη ἀγωνία.

«Τί σοῦ ἀρέσει περισσότερο σ’ αὐτὴ τὴν πόλη;» τὴ ρώτησα.

Ἤμασταν σκαρφαλωμένοι σ’ ἕναν βράχο στὸν Ἀρδηττὸ καὶ χαζεύαμε τὴν Ἀθήνα. Ντάλα μεσημέρι, μὲ τὸν ἥλιο νὰ μᾶς ζαλίζει.

«Οἱ θερμοσίφωνές της», μοῦ ἀπάντησε.

«Οἱ θερμοσίφωνες;» γέλασα.

«Εἶναι τὰ ἀστέρια τῆς μέρας», εἶπε καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλο τὸ λαμπύρισμά τους.

«Ἐσένα; Τί σοῦ ἀρέσει;» ἦταν ἡ σειρά της νὰ ρωτήσει.

«Δὲν ξέρω ἂν μ’ ἀρέσει κάτι», σήκωσα τοὺς ὤμους.

Μιὰ παρέα νέων παιδιῶν, ὄχι πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρονῶν, ἦρθε καὶ κάθισε δίπλα μας, μὲ μπίρες καὶ τσιγάρα. Μιλοῦσαν δυνατά, ἀπορροφημένα ἀπὸ τὶς κουβέντες καὶ τ’ ἀστεῖα τους. Οὔτε ὁ Ἀρδηττὸς ὑπῆρχε οὔτε ἡ πόλη οὔτε ἐμεῖς δίπλα τους. Φώναζαν, ἀλληλοπειράζονταν, σπρώχνονταν μεταξύ τους. Τὰ κορίτσια ξεκίνησαν νὰ ψευτοτραγουδοῦν καὶ τὰ ἀγόρια γελοῦσαν δυνατά.

«Θὲς νὰ φύγουμε;» πρότεινα.

«Μιὰ χαρὰ εἴμαστε», εἶπε.

Κι ἔτσι κάτσαμε. Καὶ μάθαμε γιὰ τὴν Ἀλίκη, ποὺ ἀγαποῦσε τὸν Ἰάσονα, καὶ γιὰ τὸν Κώστα, ποὺ ἡ μητέρα του ἔκανε γιόγκα. Ὁ Βασίλης ἤθελε νὰ ἀνοίξει δική του καφετέρια καὶ ἕνα ἄλλο ἀγόρι τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν μαλακία, πὼς ὅλος ὁ κόσμος καφετέριες ἄνοιγε. Ὁ Βασίλης συμφώνησε, ἀλλὰ ἡ δικιά του, εἶπε, θὰ εἶχε τεράστιες ὀθόνες καὶ τὶς πιὸ ὄμορφες γκαρσόνες. Ἕνα ἀδυνατούλικο κορίτσι ἀναστέναξε γιὰ τὴν ἐξεταστικὴ ποὺ εἶχε ξεκινήσει καὶ κάτι εἶπε γιὰ τὶς καλοκαιρινὲς διακοπές. Ἀμέσως ἡ κουβέντα γύρισε στὰ νησιὰ καὶ στὶς παραλίες. Ὅλοι εἶχαν κάτι νὰ ποῦν, καὶ μάλιστα ταυτόχρονα. Μάθαμε γιὰ μέρη τέλεια γιὰ ἐλεύθερο κάμπινγκ, γιὰ μπαράκια σὲ κυκλαδίτικες χῶρες, γιὰ νερὰ καταπράσινα καὶ γιὰ ταβέρνες δίπλα στὸ κύμα.

Τὰ λόγια τῶν παιδιῶν πετοῦσαν σὰν πουλιὰ καὶ ἔπλαθαν μὲ ὑπομονὴ τὴ σιωπή μας. Προτάσεις, λέξεις καὶ γράμματα ἔπλεκαν τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν μας σχηματίζοντας τὴ φωλιὰ τοῦ ἀνείπωτου. Ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ ἡ παρέα ἔφυγε. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο κατηφορίσαμε τὸν βράχο κι ἐμεῖς, προσέχοντας μὴ στραβοπατήσουμε.

Τὸ σκοτάδι εἶχε ἀρχίσει ν’ ἁπλώνεται γύρω μας.